-
1 олива
оливаж1. (дерево) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαια, τό λιόδενδρο, τό ἐλαιόδενδρο[ν]:дикая \олива ἡ ἀγρι(ο)ελιά·2. (плод) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαιά:сбор олив ἡ συγκομιδή τῶν ἐλιῶν, τό μάζεμα τῆς ἐλιας, τό λιομάζωμα· урожай олив ἡ ἐσοδεία ἐλιᾶς, ἡ ἐλαιοπαραγωγή. -
2 маслина
1. (плод) η ελαία, η ελιά 2. (де-рево) η ελαίατο ελαιόδεντροτο (ε)λιόδέντρο, η ελιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маслина
-
3 маслина
-
4 олива
олива ж (дерево) η ελιά, το ελαιόδεντρο, το λιόδεντρο* * *ж( дерево) η ελιά, το ελαιόδεντρο, το λιόδεντρο -
5 оливка
-
6 родинка
-
7 родинка
-и θ.η κρεατοελιά• ελιά, ελίτσα•на щёчке родинка ελιά στο μαγουλάκι.
-
8 дерево
1. (растение) το δένδρο/δέντρο-, предназначенное к рубке - προς κοπήνжелезное - см. бакаутлиственное{}листопадное{} - φυλλοφόρο -низкорослое - θαμνώδους μορφής, νανώδες -оливковое - το ελαιόδεντρο, η ελιάсандаловое{}санталовое{} - см. сандалтутовое - см. шелковица2. (древесина) το ξύλο, η ξυλείαкрасильное - βαφής (χρησιμοποιούμενο λόγω των ιδιοτήτων του ως ύλη χρωματισμού)3. анат. (бронхиальное) το βρογχικό δένδρο 4. (родословное) το γενεαλογικό δένδρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дерево
-
9 невус
(анат., биол.) о σπίλοςη ελιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > невус
-
10 оливка
η ελαία, разг. η ελιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оливка
-
11 родинка
η ελιά, η κρεατοελιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > родинка
-
12 пятно
пятнос прям., перен ἡ κηλίδα [-ίς], τό στίγμα, ἡ μουτζαλιά/ ὁ λεκές (тк. прям.):жировое \пятно ἡ λιγδιά, ἡ λίγδα· чернильное \пятно ἡ μελανιά· родимое \пятно ἡ ἐλιά, ὁ σπίλος· \пятно позора, позорное \пятно τό στίγμα, ἡ καταισχύνη· в пятнах λεκιασμένος, κηλιδωμένος· выводить пятна βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω· ◊ и на солнце бывают пятна погов. κι ὁ ήλιος δχει κηλίδες. -
13 маслина
[μασλίνα] ουσ. θ. ελιά -
14 олива
[αλιβα] ουσ. θ. ελιά -
15 родинка
[ρόνηνκα] ουσ. θ. ελιά -
16 родинка
[ρόνηνκα] ουσ. θ. ελιά -
17 маслина
[μασλίνα] ουσ θ ελιά -
18 олива
[αλιβα] ουσ θ ελιά -
19 родинка
[ρόνηνκα] ουσ θ ελιά -
20 родинка
[ρόνηνκα] ουσ θ ελιά
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
ελιά — η 1. αειθαλές καρποφόρο δέντρο, που παράγει μικρούς αβγοειδείς σαρκώδεις καρπούς με ξυλώδες κουκούτσι, ελαιόδεντρο, λιόδεντρο. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, ο ελαιόκαρπος. 3. μτφ., καστανή ή μαύρη κηλίδα του δέρματος, που εξέχει ή όχι από την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουσ(σ)ελία — η, Ν βοτ. γένος θάμνων τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. russelia, από το όνομα τού Α. Russell, Άγγλου φυσικού] … Dictionary of Greek
Sithonia (Gemeinde) — Δήμος Σιθωνίας (Σιθωνία) … Deutsch Wikipedia
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ВЕЛИЯ — • Velĭa, Ου̉έλια, Ου̉ελία, кроме незначительного города этого названия в тарраконской Испании была еще В. в Лукании, основанная фокейцами ок. 553 г. до Р. X., которая называлась сначала Ύέλη (Hdt. 1, 167), потом Έλέα. В. находилась в… … Реальный словарь классических древностей
Elia, Nicosia — Elia Ελιά (Greek) Doğancı (Turkish) … Wikipedia
Elia (Sithonia) — Elia Ελιά … Deutsch Wikipedia
αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] … Dictionary of Greek
ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά … Dictionary of Greek